ηικανός

ηικανός
ἠϊκανός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών», πετεινός, κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό η-ι- < *ᾱυσ-ι- που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*awes- «φωτίζω», απ' όπου και το ηώς «αυγή». Το -ι- δηλωτικό τής τοπικής πτώσης ή ανάλογο τού τερψίμβροτος*. Το β' συνθετικό -κανός ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan- «τραγουδώ, ηχώ» και συνδέεται με το λατ. cano «τραγουδώ», το νεώτ. άνω γερμ. Hahn «κόκορας», αλλά και τα αρχ. ελλ. κανάσσω «ρέω με θόρυβο», καναχή «οξύς θόρυβος». Η ακριβής σημασία επομένως είναι «αυτός που τραγουδά την αυγή». Παρόμοια σύνθετα για τον κόκορα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, όπως λ.χ. το αρχ. ινδ. usā-kala με β' συνθετικό που ανάγεται σε IĖ ρίζα *kel- «φωνάζω, κραυγάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”